- πετάσιον
- πετάσ-ιον [ᾰ], τό, Dim. of πέτασος, Posidon.2 J.; π. κανωπικά Sch. Orib.2.745.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πετάσιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πετάσιον — τὸ, Α [πέτασος] μικρός πέτασος, καπελάκι ή ψαθάκι … Dictionary of Greek
πετασίου — πετάσιον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πετάσια — πετάσιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)